-
1 обе
обечисл. собир. (ж. р. от оба): -
2 оба
оба (обе) και οι δυο, οι δυο τους; \оба глаза και τα δυο μάτια* обеими руками με τα δυο χέρια* * *και οι δυο, οι δυο τουςо́ба гла́за — και τα δυο μάτια
обе́ими рука́ми — με τα δυο χέρια
-
3 оба
обоих α. κ. ουδ., обе, обеих θ.αριθμ. αθρσ. αμφότεροι, και οι δυο, κι ο ένας κι ο άλλος•оба брата και τα δυο αδέρφι αν•
обе сестры και οι δυο αδερφές•
оба глаза και τα δυο μάτια•
обе ноги και τα δυο πόδια•
я знал обоих, обеих γνώριζα και τους δυό, και τις δυό•
обоего пола και των δυό φύλων•
обеими руками (κυρλξ. κ. μτφ.) με τα δυό τα χέρια.